Αιγαιοπελαγίτης

Αιγαιοπελαγίτης
ο (θηλ. -ισσα)
αυτός που κατοικεί σε νησί τού Αιγαίου ή κατάγεται από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγαίο πέλαγος.
ΠΑΡ. αιγαιοπελαγίτικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αιγαιοπελαγίτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος των νησιών του Αιγαίου πελάγους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιγαιοπελαγίτικος — η, ο [Αιγαιοπελαγίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Αιγαίο ή προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”